- νεοσσοπῶλις
- νεοσσο-πῶλις, ιδος, ἡ,A seller of young birds, Herod.6.99 (prob. νοσσο-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοσσοπώλις — νεοσσοπῶλις, ἡ (Α) αυτή που πουλά νεοσσούς και ιδίως αυτή που πουλά μικρά κοτόπουλα … Dictionary of Greek